βαθύνους

βαθύνους
ους , ουν см. βαθυστόχαστος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαθύνους" в других словарях:

  • βαθύνους — ουν (AM βαθύνους, ουν) βαθυστόχαστος μσν. ύπουλος …   Dictionary of Greek

  • βαθύνους — βαθύνοος of deep mind masc/fem nom pl βαθύνοος of deep mind masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τσουάνγκ-τσε — (ή Τσουάνγκ Τσόου). Κινέζος φιλόσοφος που έζησε μεταξύ 4ου και 3ου π.Χ. αι. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ταοϊστικής σχολής, και για τη ζωή του είναι ελάχιστα γνωστά, εκτός από μερικά ανέκδοτα. Σύμφωνα με ένα απ’ αυτά ο Τ.… …   Dictionary of Greek

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

  • βαθύνοια — η 1. η ιδιότητα του βαθυστόχαστου, η εμβρίθεια 2. η πνευματική ικανότητα να αναζητεί και να βρίσκει κανείς τις βαθύτερες αιτίες των όντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύνους (πρβλ. αγχίνοια, άνοια, δύσνοια, εύνοια). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Νεόφυτο… …   Dictionary of Greek

  • διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • πνευματικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πνευματικού, το να ανήκει κάτι στο πνεύμα ή το να είναι πνεύμα («η πνευματικότητα τής ψυχής») 2. το να είναι κανείς πνευματώδης, να είναι οξύνους και βαθύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματικός. Η λ., στον λόγιο τ. πνευματικότης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»